- ανισόπλευρος
- -η, -οεκείνος που δεν έχει τις πλευρές ίσες: Το τρίγωνο αυτό είναι ανισόπλευρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανισόπλευρος — η, ο (Α ἀνισόπλευρος, ον) νεοελλ. (για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές αρχ. το σκαληνό τρίγωνο … Dictionary of Greek
ἀνισόπλευρον — ἀνισόπλευρος scalene masc/fem acc sg ἀνισόπλευρος scalene neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισοπλεύρων — ἀνισόπλευρος scalene masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισόπλευρα — ἀνισόπλευρος scalene neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισόπλευροι — ἀνισόπλευρος scalene masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek